Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῆς μουσικῆς

  • 1 музыкальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; μουσικός, της μουσικής•

    -ая школа σχολή μουσικής•

    -ые инструменты μουσικά όργανα.

    || μελωδικός•

    -ая речь μελωδική ομιλία•

    музыкальный стих μελωδικός στίχος•

    музыкальный слух μουσικό αυτί.

    Большой русско-греческий словарь > музыкальный

  • 2 теория

    θ.
    1. θεωρία•

    теория относительности θεωρία της σχετικότητας•

    теория вероятности θεωρία των πιθανοτήτων•

    теория познания θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία)•

    теория дарвина θεωρία του Δαρβίνου.

    2. φαντασία, μη πραγματικότητα•

    теория это бывает только в -и αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια).

    3. οι κανόνες•

    теория музыки θεωρία της μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > теория

  • 3 цезурный

    επ.
    1. της τομής στίχου.
    2. της μουσικής παύσης.

    Большой русско-греческий словарь > цезурный

  • 4 нотный

    нотн||ый
    прил τής μουσικής, γιά νότες; „ые знаки τά φθογγόσημα, οἱ νότες· \нотныйая бумага τό πεντάγραμμο χαρτί» χαρτί γιά νότες· \нотныйые линейки τό πεντάγραμμο.

    Русско-новогреческий словарь > нотный

  • 5 звук

    α.
    ήχος• αχή, αχός•

    слабый звук αδύνατος ήχος•

    монотонный звук μονότονος ήχος•

    музыкальный звук μουσικός ήχος•

    звук голоса ήχος φωνής•

    странный звук παράξενος ήχος•

    звук выстрела η εκπυρσοκρότηση•

    гласный звук το φωνήεν•

    согласный звук το σύμφωνο•

    чистый звук καθαρός ήχος•

    посторонний звук (ράδιο) παράσιτα•

    издавать звук ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο•

    ни -а ούτε λέξη (δεν πρόφερε)•

    скорость -а ταχύτητα ήχου•

    под -и музыки υπό τους ήχους της μουσικής.

    || φθόγγος•

    -и и буквы φθόγγοι και γράμματα.

    εκφρ.
    пустой звук – κούφια λόγια, αερολογήματα•
    ни -а – ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > звук

  • 6 любитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    1. φίλος, λάτρης, εραστής, ζηλωτής•

    я любитель музыки είμαι φίλος της μουσικής (φιλόμουσος).

    2. ερασιτέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > любитель

  • 7 музицирование

    ουδ.
    το παίξιμο της μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > музицирование

  • 8 финал

    α.
    1. τέλος, πέρας, φινάλε•

    пе-чэльный финал θλιβερό τέλος•

    финал симфонии το τέλος της (μουσικής) συμφωνίας.

    2. οι τελικοί αγώνες•

    выйти в финал βγαίνω στους τελικούς αγώνες.

    Большой русско-греческий словарь > финал

  • 9 четверть

    θ.
    1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•

    четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•

    четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•

    четверть яблока το τέταρτο του μήλου•

    четверть часа τέταρτο της ώρας•

    четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.

    2. το τρίμηνο•

    отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•

    первая четверть το πρώτο τρίμηνο.

    3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.
    4. το τέταρτο μουσικής νότας.
    5. το τέταρτο της σελήνης•

    последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.

    Большой русско-греческий словарь > четверть

  • 10 нотный

    επ. (μουσ.) της νότας, των φθογγόσημων•

    -ая тетрадь τετράδιο μουσικής•

    нотный магазин κατάστημα μουσικών έργων•

    нотный знак νότα, φθγγόσημο•

    -ая бумага χαρτί μουσικής, πεντάγραμμο.

    Большой русско-греческий словарь > нотный

  • 11 слушание

    слу́шан||ие
    с
    1. ἡ ἀκρόαση, τό ἀκουσμα:
    \слушание му́зыки ἡ ἀκρόαση μουσικής·
    2. юр. ἡ ἐξέταση [-ις], ἡ ἐκδίκαση [-ις]:
    \слушание дела ἡ ἐκδίκαση τής ὑπόθεσης.

    Русско-новогреческий словарь > слушание

  • 12 инструментовка

    θ.
    ενορχήστρωση. || τμήμα της θεωρητικής μουσικής για τα όργανα. || (ποίηση) εκλογή ήχων συνήχησης.

    Большой русско-греческий словарь > инструментовка

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρο Μουσικής Αθηνών — Οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτέλεσμα συνεργασίας ιδιωτών και κράτους. Λειτουργεί από το 1991 ως κέντρο πολιτιστικής, κοινωνικής και επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ εδρεύει σε ιδιόκτητο, σύγχρονο κτίριο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης… …   Dictionary of Greek

  • Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»